ομολόγημα

ομολόγημα
το признание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ομολόγημα" в других словарях:

  • ὁμολόγημα — that which is agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομολόγημα — και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) [ομολογώ] 1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία 2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία αρχ. 1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο 2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο …   Dictionary of Greek

  • ὁμολογημάτων — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογήματα — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογήματι — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογήματος — ὁμολόγημα that which is agreed upon neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόγημα — το βλ. ομολόγημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»